- πλανίδι
- το стружка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλανίδι — και πλαναδούρι, το, Ν [πλανίζω] λεπτός φλοιός ξύλου που απομένει μετά το πλάνισμα, αλλ. ροκανίδι … Dictionary of Greek
πλαναδούρι — το, Ν βλ. πλανίδι … Dictionary of Greek